ασφυχτικός

ασφυχτικός
η , ό см. ασφυκτικός

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "ασφυχτικός" в других словарях:

  • ασφυκτικός — και ασφυχτικός, ή, ό 1. αυτός που προκαλεί ασφυξία, αποπνικτικός 2. ο σχετικός με την ασφυξία. [ΕΤΥΜΟΛ. < άσφυκτος. Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • ασφυκτικός — ασφυκτικός, ή, ό και ασφυχτικός, ή, ό επίρρ. ά αυτός που προκαλεί ασφυξία, αποπνιχτικός: Η αίθουσα ήταν ασφυκτικά γεμάτη κι αρκετοί στέκονταν στους διαδρόμους …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πνιγερός — ή, ό αυτός που δυσκολεύει την αναπνοή, ασφυχτικός, αποπνιχτικός: Πνιγερή ατμόσφαιρα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»